ἐπάκμους

ἐπάκμους
ἔπακμος
in the bloom of age
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • έπακμος — ἐπακμος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται σε ακμή, σε ωριμότητα («κόρας ἐπάκμους» κόρες σε ηλικία γάμου, επίγαμες) 2. οξύς, μυτερός, που καταλήγει σε οξεία αιχμή («ἔπακμον καὶ ὀξὺν ὀδόντα», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ακμή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”